παρακύλισμα

παρακύλισμα
και παρακύλημα, το
1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι
2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις
3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση»
ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής προκαρδίου χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακυλώ + κατάλ. -ισμα τών ρ. σε -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατοίχηση — και διατοίχιση, η η ταλάντευση πλοίου που οφείλεται σε τρικυμία, παρακύλισμα, μπότζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διατοιχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλία Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • παρακυλητό — το το παρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακυλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”