- παρακύλισμα
- και παρακύλημα, το1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση»ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής προκαρδίου χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακυλώ + κατάλ. -ισμα τών ρ. σε -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.